- αστασία
- η (AM ἀστασία) [άστατος]1. η αστάθεια, η έλλειψη σταθερότητας2. ναυτ. χαρακτηρισμός του άστατου καιρού. Η λέξη δηλώνει, κυρίως, την αστάθεια του ανέμου ως προς την ένταση και τη διεύθυνσή του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστασία — ἀστασίᾱ , ἀστασία unsteadiness fem nom/voc/acc dual ἀστασίᾱ , ἀστασία unsteadiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασίᾳ — ἀστασίᾱͅ , ἀστασία unsteadiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστασία — η (ιατρ.), ανικανότητα για ορθοστασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστασίας — ἀστασίᾱς , ἀστασία unsteadiness fem acc pl ἀστασίᾱς , ἀστασία unsteadiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασίαι — ἀστασίᾱͅ , ἀστασία unsteadiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασίαν — ἀστασίᾱν , ἀστασία unsteadiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασίην — ἀστασία unsteadiness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασίῃσι — ἀστασία unsteadiness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՀԱՍՏԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0181 Chronological Sequence: 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. ἁστασία, τὸ ἁσύστατον inconstantia Անհաստատն գոլ. յողդողդութիւն. տկարութիւն. անստուգութիւն. ընդունայնութիւն. *Հեթանոսական ուսմանցն անհաստատութիւն. Նիւս. սքանչ.: *Քարոզութեանն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)